- ἐπαίνων
- ἔπαινοςapprovalmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐπαινῶν — Ἐπαινή fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαινῶν — ἐπαινέω approve pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐπαινέω approve pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐπαινός awesome fem gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαινοθηρία — η επιζήτηση επαίνων … Dictionary of Greek
μακαρισμός — ο (AM μακαρισμός) [μακαρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μακαρίζω, καλοτύχισμα 2. στον πληθ. οι μακαρισμοί οι οχτώ σύντομοι αφορισμοί με τους οποίους αρχίζει η επί τού όρους ομιλία τού Ιησού μσν. αρχ. υπόσχεση για ευλογία αρχ. απόδοση… … Dictionary of Greek
μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… … Dictionary of Greek
παροξύνω — ΝΜΑ [οξύνω] 1. κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, ακονίζω κάτι 2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω κάποιον προς κάτι («τούτους ἐπαινῶν τε παρώξυνε», Ξεν.) 3. εξάπτω, διεγείρω, ερεθίζω («πατρὸς δὲ μὴ παροξύνης φρένας», Ευρ.) 4. γραμμ. τονίζω την… … Dictionary of Greek
προσεμπίπλημι — Α γεμίζω με κάτι επιπροσθέτως («προσεμπλήσουσι τὰς γνώμας τῶν πλουσίων ταῑς ἡδοναῑς τῶν ἀμέτρων ἐπαίνων», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπίμπλημι «γεμίζω»] … Dictionary of Greek
σοφιστής — ο, ΝΑ, θηλ. σοφίστρια Α 1. (στην κλασ. αρχαιότητα) δάσκαλος με ευρεία παιδεία που συνήθως περιόδευε στον ελληνόφωνο κόσμο προσφέροντας τις γνώσεις του και διδάσκοντας έναντι αμοιβής ανώτερα μαθήματα γραμματικής, φυσικών επιστημών, ποίησης,… … Dictionary of Greek
συμβαστάζω — ΜΑ [βαστάζω] 1. βαστάζω, σηκώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. παραβάλλω, συγκρίνω μσν. μτφ. ανέχομαι («οὐκ ἐπαινῶν, φησί, γάμον... ἀλλά συμβαστάζων, ἵνα μὴ εἰς περιττὸν ὄλεθρον ἐμπέσωσιν», Επιφάν.) … Dictionary of Greek
φιλενδεικτώ — έω, Μ [φιλενδείκτης] μού αρέσει να επιδεικνύομαι («φίλιππος ἀνήρ, ὃς καὶ... φιλενδεικτεῑ ἐπαινῶν ἵππους», Ευστ.) … Dictionary of Greek